Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μειδ-ιάω

См. также в других словарях:

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • φωριώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) αναζητώ κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης» + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μειδ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»