-
1 μεθ-ορκόω
μεθ-ορκόω, einen neuen Eid schwören lassen, τὴν στρατιὰν εἰς ἑαυτὸν μεϑώρκου, Appian. B. C. 4, 62.
-
2 μεθορκόω
1 μεθ-ορκόω
μεθ-ορκόω, einen neuen Eid schwören lassen, τὴν στρατιὰν εἰς ἑαυτὸν μεϑώρκου, Appian. B. C. 4, 62.
2 μεθορκόω