-
1 μεθ-ημέριος
μεθ-ημέριος, = Vorigem, ἔφοδοι, Eur. Ion 1049.
-
2 μεθημερινός
μεθ-ημερινός, ή, όν, u. μεθ-ημέριος, was bei Tage geschieht, im Ggstz von νυκτηρινόν; γάμοι, täglich
См. также в других словарях:
πανημέριος — και δωρ. τ. παναμέριος, ία ον, Α 1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα 2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι 3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.) 4. προσωνυμία τού Διός 5. (το ουδ … Dictionary of Greek