-
1 μεθυδότης
μεθυδότηςmasc nom sg -
2 μεθυδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθυδότης
-
3 μεθυδότης
μεθυ-δότης, ὁ, Beiname des Dionysus, der Weingeber -
4 μεθυδότην
μεθυδότηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
5 μεθυ-δώτης
μεθυ-δώτης, ὁ, = μεϑυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.
См. также в других словарях:
μεθυδότης — μεθυδότης, ὁ (Α) βλ. μεθυδώτης … Dictionary of Greek
μεθυδότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυδότην — μεθυδότης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ … Dictionary of Greek
μεθυδώτης — και μεθυδότης, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek