-
1 μεθελεσκε
-
2 μεθαιρεω
(только 3 л. sing. aor. iter. μεθέλεσκε) принимать, перехватывать на лету (sc. σφαῖραν Hom.)
См. также в других словарях:
μεθέλεσκε — μεθαιρέω catch in turn aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαιρώ — μεθαιρώ, έω (Α) (μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα * + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν αιρώ)] … Dictionary of Greek