Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μεθυμναῖος

См. также в других словарях:

  • μεθυμναίος — μεθυμναῑος, ὁ (Α) προσωνυμία τού θεού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά τής λ. Μηθυμναῖος υπό την επίδραση τής λ. μέθυ (πρβλ. «Μηθυμναῖος Διόνυσος», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος] …   Dictionary of Greek

  • μεθυμναῖος — wine god masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυμναῖον — μεθυμναῖος wine god masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυμναίοιο — μεθυμναῖος wine god masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυμναίου — μεθυμναῖος wine god masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυμναίων — μεθυμναῖος wine god masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»