-
1 μεθοριακός
η, ό[ν] пограничный, расположенный на границе -
2 μεθοριακός
граничниотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μεθοριακός
-
3 пограничный
пограничный συνοριακός, παραμεθόριος· \пограничныйая станция ο μεθοριακός σταθμός* * *συνοριακός, παραμεθόριοςпограни́чная ста́нция — ο μεθοριακός σταθμός
-
4 пограничник
ο συνοριακός φρουρός, ο ακρίτας-ый συνοριακός, μεθοριακόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пограничник
-
5 пограничный
пограни́чн||ыйприл συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος:\пограничныйая зона ἡ (παρα)μεθόριος περιοχή. -
6 μεθόριος
ος и ία, ο[ν] см. μεθοριακός -
7 frontier
1) (a boundary between countries: We crossed the frontier; ( also adjective) a frontier town.) σύνορο/μεθοριακός,παραμεθόριος2) (the farthest area of land on which people live and work, before the country becomes wild and deserted: Many families went to make a new life on the frontier.) παραμεθόριος περιοχή3) (the limits or boundaries (of knowledge etc): the frontiers of scientific knowledge.) όριο -
8 линейный
επ.1. γραμμικός. || γραμμοειδής, γραμμωτός.2. συνοριακός, μεθοριακός.3. παλ. μάχιμος•-ое войско στράτευμα μάχιμο ή της γραμμής.
|| της γραμμής•линейный броненосец θωρηκτό της γραμμής•
линейный крейсер καταδρομικό της γραμμής.
4. ουσ. αξιωματικός υπεύθυνος παράταξης ή παρέλασης.5. к συγκοινωνιακής γραμμής.εκφρ.линейный корабль – το μεγαλύτερο θωρηκτό μάχης•- ые меры – μέτρα μήκους. -
9 пограничный
επ.1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•пограничный город μεθοριακή πόλη•
-ая зона παραμεθόρια ζώνη•
-ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•
пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•
-ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•
пограничный знак συνοριακός δείκτης•
-район παραμεθόρια περιοχή.
2. του συνοριακού φρουρού•-ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.
-
10 сопредельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; (γραπ. λόγος) όμορος, συνοριακός, μεθοριακός• γειτονικός, παραπλήσιος.
См. также в других словарях:
μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο, που βρίσκεται στα σύνορα: Μεθοριακό χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριτικός — ή, ό (Μ ἀκριτικός) [ἀκρίτης] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ακρίτες, ο σχετικός με τη ζωή και τη δράση τών ακριτών νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα τής χώρας, ο μεθοριακός … Dictionary of Greek
παραμεθόριος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, συνοριακός, μεθοριακός («παραμεθόριες περιοχές»). επίρρ... παραμεθόρια κοντά στα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεθόριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συνοριακός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Άρτας — Το Λ.Μ.Ά. εγκαινιάστηκε το 1983 και στεγάζεται σε κτίριο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο του γεφυριού, ενώ από το 1880 και μετά λειτουργούσε ως μεθοριακός σταθμός, καθώς τα σύνορα Ελλάδας Τουρκίας ήταν στη μέση του γεφυριού. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek