Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεθοριακός

См. также в других словарях:

  • μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο, που βρίσκεται στα σύνορα: Μεθοριακό χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριτικός — ή, ό (Μ ἀκριτικός) [ἀκρίτης] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ακρίτες, ο σχετικός με τη ζωή και τη δράση τών ακριτών νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα τής χώρας, ο μεθοριακός …   Dictionary of Greek

  • παραμεθόριος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, συνοριακός, μεθοριακός («παραμεθόριες περιοχές»). επίρρ... παραμεθόρια κοντά στα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεθόριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • συνοριακός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Άρτας — Το Λ.Μ.Ά. εγκαινιάστηκε το 1983 και στεγάζεται σε κτίριο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο του γεφυριού, ενώ από το 1880 και μετά λειτουργούσε ως μεθοριακός σταθμός, καθώς τα σύνορα Ελλάδας Τουρκίας ήταν στη μέση του γεφυριού. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»