Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεθέορτος

См. также в других словарях:

  • μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεθέορτος — after the feast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθεόρτους — μεθέορτος after the feast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθεόρτῳ — μεθέορτος after the feast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθέορτα — μεθέορτος after the feast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθέορτοι — μεθέορτος after the feast masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθεόρτιος — μεθεόρτιος, ον (Μ) [μεθέορτος] μεθέορτος* …   Dictionary of Greek

  • попраздничный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (μεθεορτός) следующий за праздником, после праздника …   Словарь церковнославянского языка

  • μεθεόρτια — τα 1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής 2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής 3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας… …   Dictionary of Greek

  • πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»