-
1 μεθέορτος
μεθέορτοςafter the feast: masc /fem nom sg -
2 μεθέορτος
A after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a;τὰ μ. AB 279
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθέορτος
-
3 μεθεόρτους
μεθέορτοςafter the feast: masc /fem acc pl -
4 μεθέορτα
μεθέορτοςafter the feast: neut nom /voc /acc pl -
5 μεθέορτοι
μεθέορτοςafter the feast: masc /fem nom /voc pl -
6 μεθεόρτω
-
7 μεθεόρτῳ
-
8 πέδορτος
------------------------------------πέδορτος (B), ον,A = μεθέορτος, expld. by ἡμέρα ἐν ᾗ οὐ γίνεται ἑορτή, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέδορτος
См. также в других словарях:
μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] … Dictionary of Greek
μεθέορτος — after the feast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθεόρτους — μεθέορτος after the feast masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθεόρτῳ — μεθέορτος after the feast masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθέορτα — μεθέορτος after the feast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθέορτοι — μεθέορτος after the feast masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθεόρτιος — μεθεόρτιος, ον (Μ) [μεθέορτος] μεθέορτος* … Dictionary of Greek
попраздничный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (μεθεορτός) следующий за праздником, после праздника … Словарь церковнославянского языка
μεθεόρτια — τα 1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής 2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής 3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας… … Dictionary of Greek
πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… … Dictionary of Greek