Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεγ-ήρᾰτος

См. также в других словарях:

  • μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»