Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μεγᾰλ-αυχος

См. также в других словарях:

  • φίλαυχος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυχος (< αὔχω «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγάλ αυχος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»