-
1 μεγαλανορία
1 ambitious actionἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.44
-
2 μεγαλανορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλανορία
-
3 μεγαληνορια
дор. μεγᾰλᾱνορία ἥ1) уверенность в себе, самоуверенность Pind.2) высокомерие, надменность Eur.
См. также в других словарях:
μεγαλανορία — μεγαλανορία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία … Dictionary of Greek
μεγαληνορία — μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) [μεγαλήνωρ] 1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία 2. περηφάνια … Dictionary of Greek