-
1 μεγαλο-ψῡχία
μεγαλο-ψῡχία, ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.
-
2 μεγαλοψυχία
A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN 1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.;μ. τῶν ἔργων D.23.205
, cf. D.S.1.58; generosity,πρός τινας IG22.1326.25
: pl., Plb.1.64.5.2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28.3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοψυχία
-
3 μεγαλοψῡχία
μεγαλο-ψῡχία, ἡ, Großmut, Seelengröße, edle Gesinnung; bes. Freigebigkeit. Übh. Großartigkeit -
4 μεγαλοψυχια
ἥ1) душевное величие, возвышенный образ мыслей, благородство Arst.2) восторженность, пылкость Plat.3) величие, великолепие(τῶν πεπραγμένων Diod.)
4) великодушие, щедрость Polyb.5) высокомерие, надменность Dem.
См. также в других словарях:
κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] … Dictionary of Greek
πονοψυχία — η, ΝΑ, πονοψυχιά, Ν νεοελλ. ευσπλαγχνία, συμπόνια, οίκτος αρχ. πόνος ψυχής, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία] … Dictionary of Greek