Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγᾰλο-σοφιστής

См. также в других словарях:

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστές — Με τον όρο αυτό νοούνται εξέχουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης (οι περισσότεροι έζησαν τον 5o αι. π.Χ.), οι οποίες συνιστούν ένα πολυσύνθετο και αρκετά ποικίλων αποχρώσεων πολιτιστικό κίνημα, μεγάλης ιστορικής… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ζώσιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Αλέξανδρος. 2. Ζ. ο μάρτυς, ο μοναχός. Καταγόταν από την Κιλικία και μαρτύρησε επί Δομιτιανού (51 96). Μπόρεσε όμως να σωθεί και κατέφυγε στα βουνά, μαζί με τον Αθανάσιο τον… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • Ανάξαρχος — (4oς αι. π.Χ.). Σοφιστής από τα Άβδηρα και οπαδός του Δημόκριτου. Διετέλεσε δάσκαλος του Πύρρωνα και πιθανώς του Μητρόδωρου του Χίου και συνόδευσε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία. Η φιλοσοφική θεωρία του Α. στηριζόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»