-
1 νεάν
-
2 ξῡνάν
ξῡνάν, ᾶνος, ὁ, = Folgdm (vgl. μεγιστάν); ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπόν, Pind. N. 5, 27.
См. также в других словарях:
μεγιστᾶν — μέγας big masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας … Dictionary of Greek
νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] … Dictionary of Greek
συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] … Dictionary of Greek