Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγιστάν

См. также в других словарях:

  • μεγιστᾶν — μέγας big masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας …   Dictionary of Greek

  • νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»