Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγαρικός

См. также в других словарях:

  • Μεγαρικός — Megarian pottery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Μεγαρικά — Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc pl Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc/acc dual Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικῶν — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen pl Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικόν — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc sg Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικαί — Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοῖς — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοί — Μεγαρικός Megarian pottery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοῦ — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικούς — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικῆς — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»