-
1 μεγαλητωρ
См. также в других словарях:
κακοήτωρ — κακοήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που έχει κακή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἦτορ «καρδιά» (πρβλ. μεγαλ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] … Dictionary of Greek