-
1 μεγαλ-ήνωρ
-
2 μεγαλήνωρ
μεγαλ-ήνωρ, ορος, ὁ, männlich groß, von hohem Mute (vom Löwen); auch tadelnd: hochmütig; den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt
См. также в других словарях:
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] … Dictionary of Greek
μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek