-
1 μεγαλό-σπλαγχνος
μεγαλό-σπλαγχνος, eigtl. mit großen Eingeweiden, namentlich vom entzündeten Zustande derselben, Hippocr.; übertr., groß-, hochmüthig, ψυχή, Eur. Med. 109.
-
2 μεγαλόσπλαγχνος
μεγᾰλό-σπλαγχνος, ον,2 causing the viscera to swell.οἶνος μ. σπληνὸς καὶ ἥπατος Hp.Acut.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόσπλαγχνος
-
3 μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλό-σπλαγχνος, eigtl. mit großen Eingeweiden, namentlich vom entzündeten Zustande derselben; übertr., groß-, hochmütig -
4 μεγαλοσπλαγχνος
См. также в других словарях:
θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
χαλκόσπλαγχνος — ον, Α μτφ. σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. θρασύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα … Dictionary of Greek