-
1 μεγαλό-πτωχος
μεγαλό-πτωχος, ein großer Armer, sehr arm, Stob.
-
2 μεγαλόπτωχος
μεγαλό-πτωχος, ein großer Armer, sehr arm
См. также в других словарях:
πτωχογνωμοσύνη — ἡ, Μ νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + γνωμοσύνη (< γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλο γνωμοσύνη] … Dictionary of Greek
πτωχοφανής — ές, Μ αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek