Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγαλό-πτωχος

См. также в других словарях:

  • πτωχογνωμοσύνη — ἡ, Μ νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + γνωμοσύνη (< γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλο γνωμοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • πτωχοφανής — ές, Μ αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»