Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεγαλόψυχος

  • 1 μεγαλοψυχος

        2
        1) возвышенного образа мыслей, благородный
        

    (μ. καὴ ἐλεύθερος Arst.)

        2) восторженный, пылкий Plat.
        3) великодушный, щедрый
        

    (μ. καὴ εὐεργετικός Polyb.)

    Древнегреческо-русский словарь > μεγαλοψυχος

  • 2 μεγαλόψυχος

    η, ο [ος, ον ] великодушный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεγαλόψυχος

  • 3 μεγαλόψυχος

    [мэгалопсихос] ас. великодушный.

    Эллино-русский словарь > μεγαλόψυχος

  • 4 ελευθερος

        3 и 2
        1) свободный, вольный, независимый
        

    (οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)

        ἐλεύθερόν τινά τινος κτίσαι Aesch. или θεῖναι Eur.избавить кого-л. от чего-л.;
        ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;
        κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;
        εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod.подвергнуть кого-л. домашнему аресту;
        ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)

        2) подобающий свободному гражданину, благородный
        

    (λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)

        3) необремененный долгами
        

    (χρήματα Dem.)

        4) освобожденный, оправданный
        

    (αἵματος Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > ελευθερος

См. также в других словарях:

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο εκείνος που έχει μεγάλη ψυχή, καρτερικός, γενναιόψυχος: Είναι μεγαλόψυχος και δε μου έκανε μήνυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόψυχος — μεγαλόψῡχος , μεγαλόψυχος high souled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότερον — μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled adverbial comp μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled masc acc comp sg μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτας — μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc superl pl μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτων — μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl pl μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτέρας — μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc comp pl μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότατον — μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled masc acc superl sg μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόψυχον — μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc sg μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Calque — In linguistics, a calque (pronEng|kælk) or loan translation is a word or phrase borrowed from another language by literal, word for word (Latin: verbum pro verbo ) or root for root translation. For example, the common English phrase flea market… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»