-
1 μεγαλοψυχος
21) возвышенного образа мыслей, благородный(μ. καὴ ἐλεύθερος Arst.)
2) восторженный, пылкий Plat.3) великодушный, щедрый(μ. καὴ εὐεργετικός Polyb.)
-
2 μεγαλόψυχος
η, ο [ος, ον ] великодушный -
3 μεγαλόψυχος
[мэгалопсихос] ас. великодушный. -
4 ελευθερος
3 и 21) свободный, вольный, независимый(οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)
ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod. — подвергнуть кого-л. домашнему аресту;ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)2) подобающий свободному гражданину, благородный(λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)
3) необремененный долгами(χρήματα Dem.)
4) освобожденный, оправданный(αἵματος Eur.)
См. также в других словарях:
μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… … Dictionary of Greek
μεγαλόψυχος — η, ο εκείνος που έχει μεγάλη ψυχή, καρτερικός, γενναιόψυχος: Είναι μεγαλόψυχος και δε μου έκανε μήνυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλόψυχος — μεγαλόψῡχος , μεγαλόψυχος high souled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψυχότερον — μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled adverbial comp μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled masc acc comp sg μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψυχοτάτας — μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc superl pl μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψυχοτάτων — μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl pl μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψυχοτέρας — μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc comp pl μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψυχότατον — μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled masc acc superl sg μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόψυχον — μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc sg μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Calque — In linguistics, a calque (pronEng|kælk) or loan translation is a word or phrase borrowed from another language by literal, word for word (Latin: verbum pro verbo ) or root for root translation. For example, the common English phrase flea market… … Wikipedia