Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μεγαλότιμος

См. также в других словарях:

  • μεγαλότιμος — μεγαλότιμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη αξία. επίρρ... μεγαλοτίμως (Α) με μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + τιμή (πρβλ. υψηλό τιμος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλότιμος — greatly honoured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοτίμως — μεγαλότιμος greatly honoured adverbial μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότιμον — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem acc sg μεγαλότιμος greatly honoured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοτίμου — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότιμε — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάτιμος — η, ο (Α μεγάτιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ τιμημένος, που τιμάται ιδιαιτέρως, πολυτίμητος («μεγάτιμος εθνικός ευεργέτης») αρχ. αυτός που έχει μεγάλη τιμή, μεγαλότιμος, πολύτιμος («ὑφῆς βαρβαρικῆς μεγαλοτίμου», Αιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγατίμιος — μεγατίμιος, ον (Μ) 1. (για πρόσ.) μεγάτιμος, μεγαλότιμος, πολυτίμητος («ἀνδρὸς μεγατιμίου», Θεοφ. Σιμ.) 2. (για πράγματα) πολύτιμος («δώροις μεγατιμίοις», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τίμιος] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՊԱՏԻՒ — ( ) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. μεγαλότιμος qui in magno est homore μεγαλόδοξος magnifice gloriosus σεβάσμιος venerandus, colendus եւն. Մեծապէս պատուեալ, եւ պատուելի. մեծաշուք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»