-
1 μεγαλοστονος
-
2 μεγαλόστονος
μεγᾰλό-στονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόστονος
-
3 μεγαλόστονος
μεγαλό-στονος, von großen Seufzern, sehr zu beseufzen -
4 μεγαλόστονον
μεγαλόστονοςmost piteous: masc /fem acc sgμεγαλόστονοςmost piteous: neut nom /voc /acc sg -
5 μεγαλοστόνοισι
μεγαλόστονοςmost piteous: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
6 ἄστονος
ἄστονος, ον,II (ἀ- intens.) = μεγαλόστονος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστονος
См. также в других словарях:
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
μεγαλόστονον — μεγαλόστονος most piteous masc/fem acc sg μεγαλόστονος most piteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοστόνοισι — μεγαλόστονος most piteous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek