-
1 μεγαλό-πολις
μεγαλό-πολις, eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch μεγαλόπτολις u. nom. pr.
См. также в других словарях:
μεγαλόπτολις — μεγαλόπτολις, ἡ (Α) βλ. μεγαλόπολη … Dictionary of Greek
μεγαλόπτολις — μεγαλόπολις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek