Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγαλοφωνία

См. также в других словарях:

  • μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνίᾱ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc/acc dual μεγαλοφωνίᾱ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνία, ἡ (Α) [μεγαλόφωνος] 1. μεγάλη, δυνατή φωνή 2. μεγάλη, εξαιρετική ευγλωττία, ευφράδεια …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφωνίᾳ — μεγαλοφωνίαι , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc pl μεγαλοφωνίᾱͅ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνίας — μεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνία loudness of voice fem acc pl μεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνία loudness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνίαι — μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc pl μεγαλοφωνίᾱͅ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνίαν — μεγαλοφωνίᾱν , μεγαλοφωνία loudness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφωνίαις — μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • велегласиѥ — ВЕЛЕГЛАСИ|Ѥ (1*), ˫А с. Громогласность: но ты на послушанье первыи буди... ибо пѣнье б҃огл(с)ное. ли почитанье. ли вниманье. ли велегл(с)ье. ли доброписанье. ли мусииска˫а. къ бл҃жнму и възрачному. послушанью. и смиренью. (μεγαλοφωνία) ФСт XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Στέντωρ — Ομηρικός ήρωας από την Αρκαδία, που είχε πάρει μέρος στην Τρωική εκστρατεία και που φημιζόταν για την πολύ δυνατή φωνή του. Ο Όμηρος τον αποκαλεί χαλκόφωνο και λέει πως η φωνή του ήταν τόσο δυνατή όσο πενήντα αντρών μαζί. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σ …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՁԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0237 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c, 14c գ. μεγαλοφωνία vocis magnitudo, magna vox. Մեծաձայնելն. մեծաձայն բարբառ. ձայն մեծ. հնչիւն. գոչիւն. *Մեծաձայնութեամբ քարոզեն. Առ որս. ՟Դ: *Յայտ է եւ այս ʼի ժողովողին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»