-
1 μεγαλοφωνία
μεγαλοφωνίᾱ, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem nom /voc /acc dualμεγαλοφωνίᾱ, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μεγαλοφωνίαι, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem nom /voc plμεγαλοφωνίᾱͅ, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μεγαλοφωνια
ἥ1) громогласность, зычный голос Arst.2) велеречивость, высокопарность Luc. -
3 μεγαλοφωνίᾳ
Βλ. λ. μεγαλοφωνία -
4 μεγαλοφωνία
μεγᾰλο-φωνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφωνία
-
5 μεγαλοφωνία
μεγαλο-φωνία, ἡ, große, d. i. starke, laute Sprache -
6 μεγαλοφωνίας
μεγαλοφωνίᾱς, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem acc plμεγαλοφωνίᾱς, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 μεγαλοφωνίαι
μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem nom /voc plμεγαλοφωνίᾱͅ, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 μεγαλοφωνίαν
μεγαλοφωνίᾱν, μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 μεγαλοφωνίαις
μεγαλοφωνίαloudness of voice: fem dat pl
См. также в других словарях:
μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνίᾱ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc/acc dual μεγαλοφωνίᾱ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνία, ἡ (Α) [μεγαλόφωνος] 1. μεγάλη, δυνατή φωνή 2. μεγάλη, εξαιρετική ευγλωττία, ευφράδεια … Dictionary of Greek
μεγαλοφωνίᾳ — μεγαλοφωνίαι , μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc pl μεγαλοφωνίᾱͅ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνίας — μεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνία loudness of voice fem acc pl μεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνία loudness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνίαι — μεγαλοφωνία loudness of voice fem nom/voc pl μεγαλοφωνίᾱͅ , μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνίαν — μεγαλοφωνίᾱν , μεγαλοφωνία loudness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνίαις — μεγαλοφωνία loudness of voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
велегласиѥ — ВЕЛЕГЛАСИ|Ѥ (1*), ˫А с. Громогласность: но ты на послушанье первыи буди... ибо пѣнье б҃огл(с)ное. ли почитанье. ли вниманье. ли велегл(с)ье. ли доброписанье. ли мусииска˫а. къ бл҃жнму и възрачному. послушанью. и смиренью. (μεγαλοφωνία) ФСт XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Στέντωρ — Ομηρικός ήρωας από την Αρκαδία, που είχε πάρει μέρος στην Τρωική εκστρατεία και που φημιζόταν για την πολύ δυνατή φωνή του. Ο Όμηρος τον αποκαλεί χαλκόφωνο και λέει πως η φωνή του ήταν τόσο δυνατή όσο πενήντα αντρών μαζί. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σ … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՁԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0237 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c, 14c գ. μεγαλοφωνία vocis magnitudo, magna vox. Մեծաձայնելն. մեծաձայն բարբառ. ձայն մեծ. հնչիւն. գոչիւն. *Մեծաձայնութեամբ քարոզեն. Առ որս. ՟Դ: *Յայտ է եւ այս ʼի ժողովողին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)