Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεγαλοφυής

См. также в других словарях:

  • μεγαλοφυής — of noble nature masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυής — ές (ΑM μεγαλοφυής, ές) 1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες: Μεγαλοφυής επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοφυῆ — μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυέστερον — μεγαλοφυής of noble nature adverbial comp μεγαλοφυής of noble nature masc acc comp sg μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεστάτων — μεγαλοφυής of noble nature fem gen superl pl μεγαλοφυής of noble nature masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεστέραις — μεγαλοφυής of noble nature fem dat comp pl μεγαλοφυεστέρᾱͅς , μεγαλοφυής of noble nature fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεῖ — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαλοφυής of noble nature masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυεῖς — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem acc pl μεγαλοφυής of noble nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυές — μεγαλοφυής of noble nature masc/fem voc sg μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφυέστατα — μεγαλοφυής of noble nature adverbial superl μεγαλοφυής of noble nature neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»