Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγαλοφρόνως

См. также в других словарях:

  • μεγαλοφρόνως — μεγαλόφρων high minded adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • велемудро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (μεγαλοφρόνως) с высокими помыслами и чувствами, великодушно …   Словарь церковнославянского языка

  • велемоудроватисѧ — ВЕЛЕМОУДР|ОВАТИСѦ (2*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Возвр. к велемоудровати: По Тиверии же цр(с)твова Гаии. с҃нъ ѥго, лѣ(т) •д҃• се преже велемоудроу˫асѩ послѣдоваше ||=цр(с)кыхъ вещии (μεγαλοφρόνως) ГА XIII XIV, 143а б; и ѥще же ни воинъ при ѥго лѣ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»