-
1 μεγαλό-φρων
μεγαλό-φρων, ον, von großem, hohem Sinn, großmüthig, neben ἀνδρεῖος, Plat. Rep. VIII, 567 b, vgl. Alc. I, 119 d; Isocr. 2, 25 sagt μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλλομένους ὧν οἷοί τ' εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφιεμένους, ἐξεργάζεσϑαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν; Sp., wie Luc., μεγαλοφρονέστερος τῷ βίῳ, Anacr. 52, Plut. Alex. 12. – Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne, hochmüthig, prahlend, Plat. Euthyd. 293 a, Xen. Hell. 4, 5, 6.
-
2 μεγαλόφρων
μεγαλό-φρων, ον, von großem, hohem Sinn, großmütig. Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne: hochmütig, prahlend
См. также в других словарях:
μεγαλοφρόνως — μεγαλόφρων high minded adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
велемудро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (μεγαλοφρόνως) с высокими помыслами и чувствами, великодушно … Словарь церковнославянского языка
велемоудроватисѧ — ВЕЛЕМОУДР|ОВАТИСѦ (2*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Возвр. к велемоудровати: По Тиверии же цр(с)твова Гаии. с҃нъ ѥго, лѣ(т) •д҃• се преже велемоудроу˫асѩ послѣдоваше ||=цр(с)кыхъ вещии (μεγαλοφρόνως) ГА XIII XIV, 143а б; и ѥще же ни воинъ при ѥго лѣ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek