-
1 μεγαλοφροσύνης
μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 μεγαλοφροσύνη
μεγᾰλο-φροσύνη, ἡ,A greatness of mind, Pl.Smp. 194b, Isoc.9.27, IG7.2713.10 (Oratio Neronis), Philostr.VS2.1.3; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης magnanimously, Hdt.7.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφροσύνη
-
3 ἀπήχημα
A echo: metaph. of sayings repeated by rote, Pl.Ax. 366c; faint echo,τῆς ἐκεῖ ζωῆς Procl.in Alc.p.99C.
, cf. p.135C.3 Medic., fracture from contre-coup, Sor. Fract.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπήχημα
-
4 ἀπογεννάω
A produce, Hp.Morb.1.25 ([voice] Pass.);τὸ ὅμοιον Thphr.CP 1.16.12
;γάλα Sor.1.27
;συμπτώματα Gal.7.200
; of atoms generating bodies, Epicur.Nat.22 G., cf. Diog.Oen.20, Aen.Gaz.Thphr. p.42B.;ἀ. δυσμένειαν Demad.15
:—[voice] Pass., Epicur.Ep.2p.40U.;τὰ ὑπὸ μεγαλοφροσύνης -ώμενα Longin.15.12
, cf. Ph.1.144, Plot.6.1.6, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογεννάω
См. также в других словарях:
μεγαλοφροσύνης — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
велемоудриѥ — ВЕЛЕМОУДРИ|Ѥ (1*), ˫А с. Высокомерие: ѥже и бы(с) ѥмоу въ малѣ напослѣдокъ. ѡбрадованъ бо па(ч) бывъ ѡ причащающиимь сдрави˫а ||=и солъ ради пришествовани˫а тольма, ˫ако и скровище г(с)не многа ѡ(т) велемоудри˫а ѡбличи, приимаѥть ре(ч)ноѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)