-
1 μεγαλοτιμως
См. также в других словарях:
μεγαλοτίμως — μεγαλότιμος greatly honoured adverbial μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλότιμος — μεγαλότιμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη αξία. επίρρ... μεγαλοτίμως (Α) με μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + τιμή (πρβλ. υψηλό τιμος)] … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՊԱՏԻՒ — ( ) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. μεγαλότιμος qui in magno est homore μεγαλόδοξος magnifice gloriosus σεβάσμιος venerandus, colendus եւն. Մեծապէս պատուեալ, եւ պատուելի. մեծաշուք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)