Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγαλοεργία

См. также в других словарях:

  • μεγαλοεργία — μεγαλοεργία, ἡ (Α) βλ. μεγαλουργία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοεργίᾳ — μεγαλοεργίαι , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλοεργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίαι — μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργιῶν — μεγαλοεργία great achievement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίαις — μεγαλοεργία great achievement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργία — μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc/acc dual μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίας — μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem acc pl μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίᾳ — μεγαλουργίαι , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργία — η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία [μεγαλουργός] 1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου 2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα αρχ. επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργίαν — μεγαλουργίᾱν , μεγαλοεργία great achievement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»