-
1 μεγαλειον
-
2 μεγάλειον
μεγάλειον, τό, = μεγάλλιον, w. m. s.
-
3 μεγαλείον
-
4 μεγαλεῖον
-
5 μεγαλεῖος
-α,-ον + A 1-0-0-1-13=15 Dt 11,2; Ps 70(71),19; TobBA 11,15; 2 Mc 3,34; 7,17magnificent 2 Mc 3,34; (τὸ)μεγαλεῖον majesty, greatness Sir 17,8; mighty power Sir 43,15; (τὰ) μεγαλεῖα magnificent works Dt 11,2ἱερωσύνης μεγαλεῖον High Priesthood Sir 45,24Cf. SPICQ 1978a, 543-547; WALTERS 1973, 57-58; →NIDNTT -
6 megalium
megalīum, īi, n. (μεγαλειον), eine kostbare Salbe, Plin. 13, 13.
-
7 μεγαλεῖος
μεγαλεῖος, groß, ansehnlich, prächtig, κτῆμα, Xen. Mem. 4, 5, 2; von Menschen, großartig, 4, 1, 4; τὸ μεγαλεῖον τῶν πράξεων, Pol. 3, 87, 5. – Adv., Alexis Ath. IV, 137 d; μεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήϑησεν, Plat. Theaet. 168 c; μεγαλείως ἐχάρησαν, ἐτίμησαν, Pol. 3, 69, 4. 4, 87, 5; μεγαλειοτέρως, Xen. Hell. 4, 1, 9.
-
8 μεγάλλιον
-
9 μεγαλειος
31) величественный, великолепный, пышный(κτῆμα, ῥήματα Xen.; μεγαλεῖον ποιῆσαί τινα NT.)
2) самонадеянный, высокомерный, заносчивый(μ. καὴ σφοδρός Xen.)
-
10 megalium
megalīum, īi, n. (μεγαλειον), eine kostbare Salbe, Plin. 13, 13.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > megalium
-
11 Μεγάλλειον
Μεγάλλειον μύρον, a perfumed unguent named after the inventor Megallos (cf. Ar.Fr. 536, Stratt.33), Pherecr.140, Anaxandr.46, Eub.90.6, Amphis 27, cf. Dsc.1.58:—wrongly written [full] μεγαλεῖον in Thphr.Od.29, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μεγάλλειον
-
12 καλλονή
καλλονή, ῆς, ἡ (Eur., Hdt.+; SIG 783, 46; 51; PFlor 65, 12; PLond V, 1764, 4; LXX; En 24:2; PsSol 12:2 [καλάμην H]; JosAs 18 cod. A [p. 68, 18 Bat.] and Pal. 364; EpArist) beauty, of the future glory 1 Cl 35:3. τὸ μεγαλεῖον τῆς κ. τοῦ θεοῦ great beauty 49:3.—DELG s.v. καλό.
См. также в других словарях:
μεγαλεῖον — μεγαλεῖος magnificent masc acc sg μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
величие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} греч. μεγαλεῖον великое дело, чудо. … … Словарь церковнославянского языка
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
μεγαλείο — το (ΑM μεγαλεῑον) βλ. μεγαλείος … Dictionary of Greek
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
μεγαλειώ — μεγαλειώ, όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον] (ενεργ. και μέσ.) 1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι 2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, η, ον υπερήφανος, αλαζόνας … Dictionary of Greek
οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՄԵԾ — (ծք, ծաց, ծօք կամ ծիւք.) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c ա. μέγας, μείζων, μέγιστος, εὑμεγέθης magnis, major, maximus, permagnus. Մեծ մեծ. մեծք. մեծապէս մեծ. երեւելի. նշանաւոր. ականաւոր. մեծն, մենծ մենծ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԵԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0242 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 11c գ. μέγεθιος magnitudo μεγαλείον, εῖα magnificum, ca αὑθεντία auctoritas. Մեծն գոլ յո՛ր եւ է կարգի. առաւելութիւն. բարձրութիւն. ճոխութիւն. փառաւորութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)