Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγαλίζομαι

См. также в других словарях:

  • μεγαλίζομαι — (Α) υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλίζομαι — to be exalted pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλίζεο — μεγαλίζομαι to be exalted pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μεγαλίζομαι to be exalted imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλιζόμενος — μεγαλίζομαι to be exalted pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλίζεαι — μεγαλίζομαι to be exalted pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλίζεσθαι — μεγαλίζομαι to be exalted pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλίζεται — μεγαλίζομαι to be exalted pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμεγαλίζετο — μεγαλίζομαι to be exalted imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»