-
1 Μεγακλέα
Μεγακλέηςmasc acc sg (epic ionic)Μεγακλέᾱ, Μεγακλέηςmasc acc sg (attic) -
2 μεγακλέα
μεγακλεήςvery famous: masc /fem acc sg (epic ionic)μεγακλέᾱ, μεγακλεήςvery famous: masc /fem acc sg (attic) -
3 μεγα-κλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.
-
4 μεγακλεής
μεγᾰ-κλεής, ές,II parox. Μεγακλέης as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακλεής
См. также в других словарях:
Μεγακλέα — Μεγακλέης masc acc sg (epic ionic) Μεγακλέᾱ , Μεγακλέης masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγακλέα — μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) μεγακλέᾱ , μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άμυρις — (6ος αι. π.Χ.).Σοφός της αρχαιότητας. Πατέρας του Δαμάσου από τη Σίρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Σικυώνιου τυράννου Κλεισθένη. Η Αγαρίστη παντρεύτηκε τελικά τον Μεγακλέα τον Αθηναίο (Ηρόδοτος, ΣΤ’… … Dictionary of Greek