Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγακλέᾰ

См. также в других словарях:

  • Μεγακλέα — Μεγακλέης masc acc sg (epic ionic) Μεγακλέᾱ , Μεγακλέης masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγακλέα — μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) μεγακλέᾱ , μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άμυρις — (6ος αι. π.Χ.).Σοφός της αρχαιότητας. Πατέρας του Δαμάσου από τη Σίρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Σικυώνιου τυράννου Κλεισθένη. Η Αγαρίστη παντρεύτηκε τελικά τον Μεγακλέα τον Αθηναίο (Ηρόδοτος, ΣΤ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»