Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγαθαρσής

См. также в других словарях:

  • μεγαθαρσής — μεγαθαρσής, ές (Α) πολύ θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο θαρσής, πολυ θαρσής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαθαρσέας — μεγαθαρσής very bold masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαθαρσέι — μεγαθαρσέϊ , μεγαθαρσής very bold dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»