-
1 μεγά-τολμος
μεγά-τολμος, = μεγαλότολμος, Maneth. 3, 49.
См. также в других словарях:
μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] … Dictionary of Greek
1 μεγά-τολμος
μεγά-τολμος, = μεγαλότολμος, Maneth. 3, 49.
μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] … Dictionary of Greek