-
1 ἀ-κλεής
ἀ-κλεής, ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4, 728 νῠν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸνἀνηρείψαντο ϑύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηϑέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Iliad. 7, 100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12, 318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu. Sm. 3, 363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX, 854 e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13, 45 ἀκλεέστατος ϑάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Iliad. 22, 304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1, 241. 14, 371 ἠδέ κε καὶ ᾡ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῠν δέ μινἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄιστος ἄπ υστος); – Her. 5, 74.
-
2 ἐκ-προ-καλέομαι
ἐκ-προ-καλέομαι (s. καλέω), zu sich herausrufen, herauskommen lassen; ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, aus dem Palaste, Od. 2, 400; sp. D; Ap. Rh. 4, 353; Orph. H. 6, 1 ἄστρων ἱερὸν σέλας, anrufen.
-
3 ἔξ-ειμι
ἔξ-ειμι ( εἶμι), herausgehen; aus dem Hause, ϑύραζε Od. 20, 367; μεγάρων 1, 374, wie ἱππόϑεν ἐξίμεναι 11, 531; ἔξεισϑα ϑύραζε 20, 179, du wirst herausgehen; τῆςδε τῆς χώρας Soph. O. C. 913; εἰς ἔλεγχον ἐξιών, zur Prüfung ausgehend, sit anstellend, Phil. 98; ἔξει, geh heraus, Ar. Nubb. 623; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἔξω τείχους Phaedr. 230 d; οἴκοϑεν Apol. 40 b; ἔνδοϑεν Conv. 220 b; übertr., φαίνεταί μοι δόξα ἐξιέναι ἐκ διανοίας Rep. III, 412 e. Bes. ins Feld rücken, ausrücken, Thuc. 5, 13 Xen. Cyr. 3, 3, 20 Dem. 2, 13 u. A.; so στρατείας ἐκδήμους Thuc. 1, 15; τὴν ἀμφίαλον, auf der Landenge ausrücken, Xen. Hell. 4, 2, 13. – Bei Ar. Ran. 944 ist οὑξιὼν πρώ-τιστα der zuerst Auftretende im Drama; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιέναι, mit Pomp ausgehen auf die Straße, Dem. 48, 55; Plut. Sol. 21; ὑστάτην ὁδόν, den letzten Weg gehen, Eur. Alc. 610; πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, auf Kämpfe ausziehen, Soph. Tr. 158; – ὁ χρόνος ἐξήϊε, ging aus, ging vorüber, Her. 2, 139; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, wo sie zu Ende gehen, aufhören, Xen. Cyn. 8, 3; τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Lys. 9, 6; anders ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς D. Cass. 16, 10.
-
4 ῥαιστήρ
ῥαιστήρ, ὁ, eigtl. der Schlagende, Zertrümmernde (s. ῥαίω), = ῥαιστής; δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα, Opp. Hal. 5, 120; – der Hammer, Il. 18, 477, wo es fem. ist; ῥαιστῆρι ϑεῖνε, Aesch. Prom. 56; οὐδ' εἴ με χρύσειον ἀπὸ ῥαιστῆρος στήσοιτε, Alc. Mit. 6 (VII, 5), mit dem Hammer gearbeitet; Plut. Symp. 3, 6, 4.
-
5 ἐκπροκαλέομαι
ἐκ-προ-καλέομαι, zu sich herausrufen, herauskommen lassen; ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, aus dem Palaste; ἄστρων ἱερὸν σέλας, anrufen
См. также в других словарях:
Μεγάρων και Σαλαμίνας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Μέγαρα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 31 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 60 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι αρχιερατικές επιτροπείες Μεγαρίδας και Σαλαμίνας. Στην… … Dictionary of Greek
Μεγάρων — Μέγαρα to Megara neut gen pl Μέγαρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάρων — μέγαρον large room neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγάρων — Η συλλογή των ευρημάτων από τις ανασκαφές στην περιοχή των Mεγάρων εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό από τις 2 Aπριλίου του 2000 στο ανακαινισμένο κτίριο του τέλους του 19ου αι., που μέχρι τη δεκαετία του 1960 στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
Megara Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Μεγάρων Station statistics Address Megara Lines SPAP (Athens Patras) until 2004 SKA Patras (Kiato) line Other information … Wikipedia
Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek