-
1 μεγάλ-οιτος
μεγάλ-οιτος, sehr unglücklich, Theocr. 2, 72.
-
2 μεγάλοιτος
См. также в других словарях:
μεγάλοιτος — μεγάλοιτος, ον (Α) πανάθλιος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + οἶτος «μοίρα, συμφορά, θάνατος»] … Dictionary of Greek
1 μεγάλ-οιτος
μεγάλ-οιτος, sehr unglücklich, Theocr. 2, 72.
2 μεγάλοιτος
μεγάλοιτος — μεγάλοιτος, ον (Α) πανάθλιος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + οἶτος «μοίρα, συμφορά, θάνατος»] … Dictionary of Greek