-
1 μαυρός
μαυρός, όν, -
2 μαυρός
-
3 μαῦρος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαῦρος
-
4 Μαυρος
ὁ мавр Luc. -
5 μαυρός
μαυρόςmasc /fem nom sg -
6 μαυρός
μαυρός, dunkel, unscheinbar -
7 μαύρος
η, ο 1.1) чёрный;μαύρο ψωμί — чёрный хлеб;
μαύρο χαβιάρι — чёрная икра;
η μαύρη γη чернозём;2) чернокожий; 3) тёмный, мрачный; 4) перен. горький, печальный, горестный; несчастный; μαύρη αλήθεια горькая правда;χύνω μαύρα δάκρυα — лить горькие слёзы;
μαύρη μοίρα горькая участь;μαύρη η μοίρα σου! несчастный ты человек!;χάθηκε ο μαύρος — пропал бедняга;
5) злой, злобный, зловредный;6) реакционный, ультраправый;§ μαύρο κρασί — красное вино;
μαύρη ψυχή или άνθρωπος με μαύρη ψυχή чёрная душа;μαύρες σκέψεις — чёрные мысли;
μαύρες (η)μέρες — чёрные дни;
μαύρες δυνάμεις — тёмные силы;
μαύρος κατάλογος ( — или πίνακας) — чёрный список;
φορώ μαύρα — носить траур;
τα βλέπω όλα μαύρα — видеть всё в мрачном свете;
μας εκανες μαύρα μάτια — ты совсем пропал, куда ты пропал?;
τον έκαμα μαύρο στο ξύλο — я ему наставил синяков;
βουτήχτηκε ( — или είναι βουτηγμένος) στα μαύρα — а) у него большое горе; — б) он в глубоком трауре;
μαύρο φίδι πού σ'δφαγε — тебе попадёт, ты будешь строго наказан;
ζήσε, μαύρε μου, να φας τριφύλλι — посл. ≈ — терпи, казак, атаманом будешь;
όταν ψοφήσει ο μαύρος μου, χορτάρι μη φυτρώσει — посл. ≈ — после нас хоть трава не расти; — после меня хоть потоп;
2. (ο)1) (М.) эфиоп; негр; мавр (уст.); 2) вороной конь; 3) реакционер -
8 μαύρος
[маврос] επ черный, чернокожий. -
9 μαύρος
noir -
10 μαύρος
1) czarny przym.2) czerń (f) rzecz.3) murzyn (m) rzecz. -
11 μαύρος
1) čerň2) černoch3) černošský4) černý5) tmavý -
12 μαύρος
blackΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαύρος
-
13 ἀ-μαυρός
ἀ-μαυρός, ά, όν (vgl. μαυρός), 1) schwach schimmernd, dunkel, unkenntlich, Hom. nur Od. 4, 824. 835 εἴδωλον ἀμαυρόν von einem Traumbilde; ἴχνος Xen. Cyn. 6, 21, Ggstz σαφῶς γνωρίζειν; Eur. Herc. Fur. 125 ὅτου λέλοιπε ποδὸς αμαυρὸν ἴχνος von des Alters schwachem Tritt; κλῃδών. unsicher, Aesch. Ch. 840; unbedeutend, γενεή Hes. O. 282, Ggstz ἀμείνων; unberühmt, γένος Plut. Popl. 21; ἀμαυρόν τινα τιϑέναι, unberühmt machen, Aesch. Ag. 453; σϑένος Eur. Herc. Fur. 231, vgl. Androm. 204, wo Herm. die Bdtg blind festhalten will, der deshalb Soph. O. C. 1022 gegen die mss. ἀφα υρὸς φώς für ἀμαυρός vertheidigt, weil ἀμαυρός nie schwach bedeute. – 2) blind, κῶλον, der blinde Fuß, der Fuß des Blinden, Soph. O. C. 178, χεῖρες 1635; ἀμαυρὰ ὄψις, schwaches Gesicht, Xen. Cyn. 5, 26; ἀμαυρὰ βλέπω Strat. 93 (XII. 254). Uebertr., φρήν, trüber Sinn, Aesch. Ag. 532 Ch. 155. Oefter Plut.; νύξ Luc. Amor. 32; χρῆμα ἀμαυρὸν καὶ μικρόν Tim. 25. – 3) schwächend, νοῠσος Dionys. 10 (VII, 78). – Adv. ἀμαυρῶς βλέπειν Ep. ad. 696 ( App. 337).
-
14 ὑπό-μαυρος
ὑπό-μαυρος, etwas dunkel, finster, Gloss.
-
15 Ο διάβολος δεν είναι τόσο μαύρος, όσο τον λένε
• Не так страшен черт, как его малюютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο διάβολος δεν είναι τόσο μαύρος, όσο τον λένε
-
16 μαυρόν
μαυρόςmasc /fem acc sgμαυρόςneut nom /voc /acc sg -
17 μαυροτέρη
μαυρόςfem nom /voc comp sg (epic ionic) -
18 μαυρούς
μαυρόςmasc /fem acc pl -
19 μαυρά
μαυρόςneut nom /voc /acc pl -
20 ἀμαυρός
Grammatical information: adj.Meaning: `hardly seen, dim, faint' (Od.); on the meaning McKinley Ant. class. 26 (1957) 12-39, Neugebauer ib. 27, 1968, 373f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: It is assumed that μαυρόομαι arose through loss of the initial vowel (see the material in Strömberg Wortstudien 44f.). It could also be a prothetic vowel vs. its absence, as a substr. phenomenon; substr. origin is prob. anyhow as the word has no etym. (Scythian LW [loanword] acc. to Puhvel, Studies Whatmough, 1957, 237: maurva-)Page in Frisk: 1,88Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαυρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαυρός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… … Dictionary of Greek
μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαύρος Κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στη νότια ακτή, Δ του όρμου Καλά Νερά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού … Dictionary of Greek
Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου … Dictionary of Greek
ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… … Dictionary of Greek
Ραβάνος, Μαύρος — (Rabanus, 784 – 856). Σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του Αλκουίνου και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Φούλδας, η οποία έγινε σημαντικό πνευματικό κέντρο στον καιρό του και θεωρείται ο πρώτος που… … Dictionary of Greek
Τερεντιανός, Μαύρος — (Terentianus Maurus). Λατίνος γραμματικός από τη Μαυριτανία, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε μια Μετρική σε 4 βιβλία, όπου έμμετρα πραγματεύεται τα διάφορα μέτρα. Ο λατινικός τίτλος του έργου του είναι Carmen de litteris, syllabis et metris. Η… … Dictionary of Greek
μαυρόν — μαυρός masc/fem acc sg μαυρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)