Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαίνω

  • 1 μαινω

         μαίνω
        (только aor. ἔμηνα)
        1) свести с ума, навести безумие
        2) привести в ярость, довести до бешенства, взбесить
        

    (τινά Eur., Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > μαινω

  • 2 μαινομαι

        (med. к μαίνω См. μαινω; fut. μᾰνοῦμαι и μᾰνήσομαι, aor. 1 ἐμηνάμην, aor. 2 ἐμάνην, pf.-praes. μέμηνα; pf. pass. μεμάνημαι; part. μᾰνείς; inf. μᾰνῆναι)
        

    (тж. μ. νόσον Aesch. и μ. μανίας Arph.) быть в исступлении, бесноваться, бушевать, буйствовать, неистовствовать, свирепствовать (ὅτε μαίνετο Ἕκτωρ, πῦρ μαίνεται Hom.; δαιμόνιον ἔχειν καὴ μ. NT.)

        δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν Hom. — копье (само) ходит в руках;
        μ. τόλμῃ Xen. — быть охваченным безумной отвагой;
        ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Her. — он одержим божеством;
        μ. γόοισι Aesch. — обезуметь от горя;
        μ, ὑφ΄ ἡδονῆς Soph. — быть вне себя от радости (ликовать);
        μ. ὑπὸ ποτοῦ Luc. — буйствовать во хмелю;
        μαινόμενος οἶνος Plat. — крепкое (пьянящее) вино;
        ἐλπίδι μαινομένῃ Her. — в безрассудной надежде;
        σὺν μαινομένᾳ δόξᾳ Eur.в безумном ослеплении - см. тж. μαίνω

    Древнегреческо-русский словарь > μαινομαι

  • 3 εμηνα

         ἔμηνα
        aor. к μαίνω См. μαινω

    Древнегреческо-русский словарь > εμηνα

  • 4 μεμανημαι

        pf. med. к μαίνω См. μαινω

    Древнегреческо-русский словарь > μεμανημαι

  • 5 εκμαινω

        (fut. ἐκμανῶ, aor. ἐξέμηνα; aor. 2 pass. ἐξεμάνην) сводить с ума, приводить в неистовство
        

    (τέτρωρον ὄχον Eur.; ἐκείνη ἐξέμηνε τὸν ἄνθρωπον Luc.)

        ἐ. πόθον Soph. — разжигать страсть;
        ἐ. τινὰ ἐπί τινι Arph.внушать кому-л. безумную страсть к кому-л.;
        ἐκμῆναί τινα δωμάτων Eur.выгнать кого-л., охваченного неистовством, из дому;
        pass. — сходить с ума, неистовствовать (ἔς τινα Her.; ὑπό τινος Luc., Plut.):
        ὑπὸ τοῦ ἀκράτου ἐξεμάνησαν Luc. — от вина они впали в буйство;
        перен.быть охваченным страстью (τινα Anacr. и περί τινα Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > εκμαινω

См. также в других словарях:

  • θυμαίνω — θῡμαίνω , θυμαίνω to bewroth pres subj act 1st sg θῡμαίνω , θυμαίνω to bewroth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαίνω — κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres subj act 1st sg κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμαίνω — σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres subj act 1st sg (doric) σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυμαίνω — ἐπικῡμαίνω , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres subj act 1st sg ἐπικῡμαίνω , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εριδμαίνω — ἐριδμαίνω (Α) 1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω 3. κινώ σε φιλονεικία 4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ ), αναλογικά προς τα ρήματα σε μαίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) —     dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s )     English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc.     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»