Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαψ-αῦραι

См. также в других словарях:

  • μαψαύραι — μαψαῡραι, ῶν, αἱ (Α) 1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση 2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» κενές καυχησιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»