-
1 μαχομένως
-
2 μαχομένως
μαχομένως, widerstreitend, widersprechend
См. также в других словарях:
μαχομένως — (Α) με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. τού μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
μαχομένως — μάχομαι fight pres part mp masc acc pl (doric) μαχομένως self contradictorily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)