-
1 μαχητικος
-
2 μαχητικός
η, ό[ν] 1.1) боевой, ратный; 2) воинственный; воинствующий;§ τα μαχητικώτερα στοιχεία τού κόμματος — активисты партии;
2. (ο) активный борец -
3 μαχητικός
[махитикос] ас. боевой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαχητικός
-
4 μαχητικός
[махитикос] ас. боевой. -
5 υπερμαχητικος
3оборонительный
См. также в других словарях:
μαχητικός — ή, ό 1. οκατάλληλος για μάχη, ο πολεμικός, ο αγωνιστής, ο γενναίος: Υπήρξε μαχητικός πολεμιστής. 2. μτφ., αγωνιστικός: Είναι μαχητικός πολιτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek
μαχητικά — μαχητικός fit for fighting neut nom/voc/acc pl μαχητικά̱ , μαχητικός fit for fighting fem nom/voc/acc dual μαχητικά̱ , μαχητικός fit for fighting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικῶν — μαχητικός fit for fighting fem gen pl μαχητικός fit for fighting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικόν — μαχητικός fit for fighting masc acc sg μαχητικός fit for fighting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικοί — μαχητικός fit for fighting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικοῦ — μαχητικός fit for fighting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικούς — μαχητικός fit for fighting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικῆς — μαχητικός fit for fighting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητική — μαχητικός fit for fighting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητικήν — μαχητικός fit for fighting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)