-
1 μαχαίρησιν
-
2 μαχαίρῃσιν
См. также в других словарях:
μαχαίρῃσιν — μάχαιρα large knife fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μαχαίρησιν
2 μαχαίρῃσιν
μαχαίρῃσιν — μάχαιρα large knife fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)