-
1 μαχαιριωτός
μαχαιριωτός, messer- oder säbelförmig, καυτήρ, Paul. Aeg.
-
2 μαχαιριωτός
A = μαχαιρωτός, καυτήρ v.l. in Paul.Aeg.6.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιριωτός
-
3 μαχαιριωτός
-
4 μαχαιρωτός
μαχαιρωτός, = μαχαιριωτός, Galen.
См. также в других словарях:
μαχαιριωτός — μαχαιριωτός, ή, όν (Μ) [μαχαίρι] ο μαχαιρωτός («μαχαιριωτὸς καυτήρ», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek