Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαφόρια

См. также в других словарях:

  • μαφόρια — μαφόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»