-
1 μαφόρια
μαφόριονneut nom /voc /acc pl -
2 δίστιχος
δί-στῐχος, ον,2 of two verses,ἐπίγραμμα AP9.369
(Cyrill.); δίστιχον, τό, distich, AP 6.329 (Leon.); 'a couple of lines', of a brief letter, FGiss.20.23 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίστιχος
-
3 μολόχινος
A made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48;μαφόρια Sammelb.7033.39
(v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12;μ. ἔμπλαστρος Androm.
ap. Gal.13.490.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολόχινος
См. также в других словарях:
μαφόρια — μαφόριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] … Dictionary of Greek