-
1 ματήρες
-
2 ματῆρες
См. также в других словарях:
ματῆρες — ματήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ματήρες
2 ματῆρες
ματῆρες — ματήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)