Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ματιάζω

  • 1 ματιάζω

    μετ.
    1) бросить взгляд, посмотреть (на кого-что-либо); 2) зариться (на что-л.);

    ματιάζω τό γλυκό — у меня глаза разгорелись на варенье;

    3) заметить, увидеть;
    4) сглазить; τον μάτιασες ты его сглазил; 5) целить(ся), метить(ся) (в кого-что-л.); § κάποιος τούς μάτιασε между ними чёрная кошка пробежала

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ματιάζω

  • 2 ματιάζω

    [матьязо] ρ сглазить.

    Эллино-русский словарь > ματιάζω

См. также в других словарях:

  • ματιάζω — ματιάζω, μάτιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ματιάζω — [μάτι] 1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο 2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει») 3. σκοπεύω, σημαδεύω («τό μάτιασα και με την πρώτη τό… …   Dictionary of Greek

  • ματιάζω — μάτιασα, ματιάστηκα, ματιασμένος 1. ρίχνω το βλέμμα μου σε κάποιον ή σε κάτι, σημαδεύω: Μάτιασα μια ωραία φούστα στη βιτρίνα. 2. βασκαίνω με το βλέμμα μου: Το μωρό κλαίει ασταμάτητα γιατί είναι ματιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλεμματιάζω — ματιάζω, βασκαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

  • αγγελοματιάζω — βλέπω τον άγγελο που έρχεται να πάρει την ψυχή μου, ψοχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ματιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αγριοματιάζω — [αγριομάτης] 1. αγριοκοιτάζω* 2. ματιάζω, βασκαίνω …   Dictionary of Greek

  • αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα …   Dictionary of Greek

  • βασκαίνω — (AM βασκαίνω) [βάσκανος] 1. προξενώ σε κάποιον κακό με το βλέμμα, ματιάζω 2. φθονώ αρχ. 1. κακολογώ, κατηγορώ 2. κάνω σε κάποιον κακό από φθόνο …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • θιαρμίζω — βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φταρμίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»