Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ματα

См. также в других словарях:

  • μάτα — μάτᾱ , μάτη folly fem nom/voc/acc dual μάτᾱ , μάτη folly fem nom/voc sg (doric aeolic) μάτᾱ , μάτος search neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) μάτᾱ , ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg μάτᾱ , ματάω to be idle imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματά — επίρρ. ξανά, πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ματα *] …   Dictionary of Greek

  • Μάτα Xάρι — (Mata Hari, Λεουβάρντεν 1876 – Βενσέν 1917). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο (στην ιαβανέζικη διάλεκτο, μάτα χάρι σημαίνει πουλί της αυγής) της Ολλανδής χορεύτριας και κατασκόπου Μαργκαρέτα Γκεερτρουίντα Ζέλε (Margaretha Geertruida Zelle). Αρχικά έζησε… …   Dictionary of Greek

  • ματα- — α συνθετικό ρημάτων που ανάγεται στην αρχ. πρόθεση μετά, με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και σημαίνει «ξανά», ότι δηλαδή αυτό που δηλώνει το β συνθετικό επαναλαμβάνεται (πρβλ. ματαλέω, ματαρχινώ, ματαπιάνω) …   Dictionary of Greek

  • ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματᾷ — ματάω to be idle pres subj mp 2nd sg ματάω to be idle pres ind mp 2nd sg (epic) ματάω to be idle pres subj act 3rd sg ματάω to be idle pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοπρά(γ)ματα — τα, Ν ασήμαντα πράγματα, ασήμαντες υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + πρά(γ)μα] …   Dictionary of Greek

  • ματᾶι — ματᾷ , ματάω to be idle pres subj mp 2nd sg ματᾷ , ματάω to be idle pres ind mp 2nd sg (epic) ματᾷ , ματάω to be idle pres subj act 3rd sg ματᾷ , ματάω to be idle pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταν — μάτᾱν , μάτη folly fem acc sg (doric aeolic) μάτᾱν , μάτην in vain doric (indeclform adverb) μάτᾱν , ματάω to be idle imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μάτᾱν , ματάω to be idle imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτας — μάτᾱς , μάτη folly fem acc pl μάτᾱς , μάτη folly fem gen sg (doric aeolic) μάτᾱς , ματάω to be idle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»