Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μασχαλιστήρ

См. также в других словарях:

  • μασχαλιστήρ — girth passing round the horse behind his shoulders masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλιστῆρα — μασχαλιστήρ girth passing round the horse behind his shoulders masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλιστῆρας — μασχαλιστήρ girth passing round the horse behind his shoulders masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλιστῆρες — μασχαλιστήρ girth passing round the horse behind his shoulders masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλιστῆρι — μασχαλιστήρ girth passing round the horse behind his shoulders masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕАТРАЛЬНЫЕ ПРЕДСТАВЛЕНИЯ —    • Ludi scaenici.          Т. представления в древности, как в Афинах, так и в Риме, не были в частных руках; ими заведовало государство, хотя исполнение в каждом отдельном случае предоставлялось частным лицам. В Афинах представления трагедий и …   Реальный словарь классических древностей

  • ένλιθος — ἔνλιθος, ον (Α) [λίθος] (για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • αναμασχαλιστήρ — ἀναμασχαλιστήρ ( ῆρος), ο (Α) [μασχαλιστήρ] ράντα στον ώμο γυναικείου φορέματος …   Dictionary of Greek

  • μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»