-
1 μασχαλίσματα
μασχαλίσματα, τά, nach Hesych. das Schulterfleisch, das beim Opfern auf die Schenkel gelegt wurde; bei Suid. die zerstückelten Glieder eines Gemordeten.
-
2 μασχαλίσματα
μασχαλίσματα, τά, das Schulterfleisch, das beim Opfern auf die Schenkel gelegt wurde; die zerstückelten Glieder eines Gemordeten -
3 μασχαλίζω
μασχαλίζω, eigtl. an den Achseln aufhängen, Hesych.; den Leichnam eines Gemordeten zerstückeln, verstümmeln u. ihm die abgeschnittenen Glieder unter die Achseln legen, was man that, um die That gewissermaßen zu sühnen, vgl. E. M. v. ἄπαργμα u. VLL., ἐμασχαλίσϑη δ' ἔϑ' ὡς τόδ' εἰδῇς, Aesch. Ch. 433; ὑφ' ἦς ϑανὼν ἄτιμος ὥςτε δυςμενὴς ἐμασχαλίσϑη, Soph. El. 437, s. Schol. u. vgl. Ap. Rh. 4, 478. S. auch μασχαλίσματα.
См. также в других словарях:
μασχαλίσματα — extremities cut off from a corpse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλισμάτων — μασχαλίσματα extremities cut off from a corpse neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάργματα — ἐξόργματα, τα (Α) [εξάρχομαι] τα πρώτα τεμάχια, τα μέλη που κόβονταν από το σώμα τού θύματος, τα ακρωτηριάσματα («ἥρως δ Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος», [Απολλ. Ρόδ.] κατά τον Σχολιαστή, «οἱ δολοφονοῡντες... ἀκρωτηριάσματά τινα ἐποίουν τοῡ… … Dictionary of Greek
μασχάλισμα — μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω] (κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον… … Dictionary of Greek