-
1 sein
μαστός -
2 вымя
ο μαστός (ζώου)το μαστάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вымя
-
3 вымя
вымяс ὁ μαστός (ζώων), τό μαστάρι -
4 грудной
грудн||ойприл στηθικός, θωρακικός:\груднойая полость ἡ θωρακική κοιλότητα· \груднойая клетка ὁ θώρακας [-αξ]· \груднойа́я железа ὁ μαστός· \грудной ребенок τό νήπιο, τό βρέφος, τό μωρό, τό βυζανιάρικο· ◊ \грудной голос ἡ βαθειά φωνή· \груднойая жаба мед. ἡ στηθάγχη, ἡ στενοκαρδία. -
5 грудь
груд||ьж1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι. -
6 breast
[brest] 1. noun1) (either of a woman's two milk-producing glands on the front of the upper body.) μαστός2) (the front of a body between the neck and belly: He clutched the child to his breast; This recipe needs three chicken breasts.) στήθος2. verb1) (to face or oppose: breast the waves.) αντιμετωπίζω, αντιτάσσομαι2) (to come to the top of: As we breasted the hill we saw the enemy in the distance.) φτάνω στην κορυφή•- breastfed
- breaststroke -
7 вымя
-мени ουδ. (για ζώα) μαστός, μαστάρι» -
8 горб
-а, προθτ. на горбу, о горбе α.1. καμπούρα, κύρτωμα, κύφωμα.2. μτφ. μαστός του βουνού• γήλοφος.3. επίρ. -ом καμπουρωτά,σαν καμπούρα.4. ύβος, ύβωμα•горб верблюда ο ύβος τής γκαμήλας.
εκφρ.своим (ή собственным) -ом – με τον ιδρώτα μου, με τον κόπο μου•испытывать на своем ή собственном -у – δοκιμάζω στην καμπούρα μου•наложить на -у – ξυλοκοπώ, μπαγλαρώνω•намять кому горб – ισιώνω την καμπούρα κάποιου (χτυπώ, ξυλοκοπώ). -
9 грудь
-и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.1. στήθος, στέρνο• θώρακας.2. μαστός, βυζί, στήθος•кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•
дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•
отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.
3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.εκφρ.грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•- ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας). -
10 неподготовленный
επ.ανέτοιμος, άνετοι μαστός απροετοίμαστος. || ανεξάσκητος, ανεκπαίδευτος, αγύμναστος•-ые солдаты αγύμναστοι στρατιώτες.
-
11 Bosom
subs.Ar. and V. κόλπος, ὁ.Breast: P. and V. μαστός, ὁ (Xen. but rare P.), στῆθος, τό, or pl. (Plat. but rare P.), στέρνον, τό, or pl. (Xen. but rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bosom
-
12 Breast
subs.P. and V. μαστός, ὁ (Xen. but rare P.), στῆθος, τό, or pl. (Plat. but rare P.), στέρνον, τό, or pl. (Xen. but rare P.).Also of women: V. οὖθαρ, τό.Bosom: Ar. and V. κόλπος, ὁ.Seat of the feelings: P. and V. ψυχή, ἡ, θυμός. ὁ, V. στέρνον, τό, or pl., ἧπαρ, τό, Ar. and V. καρδία, ἡ, κέαρ, τό, φρήν, ἡ, or pl., σπλάγχνον, τό, or pl.Beat the breast, v.: P. and V. κόπτεσθαι (absol.).Give the breast: V. μαστὸν ἐπέχειν, μαστὸν προσέχειν.——————v. trans.P. and V. ὑπερβαίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Breast
-
13 Hillock
subs.P. γήλοφος, ὁ (Plat.), μαστός, ὁ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hillock
-
14 Hummock
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hummock
-
15 Knoll
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knoll
-
16 Nipple
subs.P. θηλή, ἡ, Ar. and P. τιτθός, ὁ, Ar. τιτθίον, τό.Breast: P. and V. μαστός, ὁ (Xen. but rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nipple
-
17 Pap
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pap
-
18 Teat
subs.Ar. and P. τιτθός, ὁ, Ar. τιτθίον, τό, P. θηλή, ἡ.Breast: P. and V. μαστός, ὁ (Xen.), V. οὖθαρ, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Teat
-
19 Udder
subs.P. and V. μαστός, ὁ (Xen. also Eur., Cycl. 207), V. οὖθαρ, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Udder
-
20 göğüs
στήθος, θώρακας, μαστός
См. также в других словарях:
μαστός — b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
μαστός — ο οι ειδικοί αδένες της γυναίκας και των άλλων θηλαστικών ζώων που εκκρίνουν το γάλα, το βυζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θα(υ)μαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί θαυμασμό, ο άξιος θαυμασμού: Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. – Θαυμαστή ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζοῖν — μαστός b masc gen/dat dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖο — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖς — μαστός b masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσι — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσιν — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοί — μαστός b masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῦ — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)